Τι είναι η απονεύρωση;

Η απονεύρωση είναι η ενδοδοντική θεραπεία που ακολουθεί ο οδοντίατρος / ενδοδοντολόγος, προκειμένου να διασωθεί ένα κατεστραμμένο δόντι, αφαιρώντας το μολυσμένο ή νεκρωμένο του πολφό.

Ο οδοντικός πολφός, (το νεύρο του δοντιού) είναι ένας μικρός ιστός σαν μια ίνα, ο οποίος βρίσκεται σε κοιλότητα στο κέντρο του δοντιού, από τη μύλη μέχρι την άκρη της ρίζας. Κύριες λειτουργίες του είναι η παροχή αίσθησης καθώς και η θρέψη του δοντιού. Επειδή αποτελεί ζωντανό κομμάτι του, σε περίπτωση φλεγμονής ή νέκρωσης του πολφού, νεκρώνεται ή φλεγμαίνει και το αντίστοιχο δόντι.

Σκοπός της απονεύρωσης

Η εφαρμογή της απονεύρωσης, έχει ως σκοπό:

α. την αφαίρεση του φλεγμαίνοντος ή του νεκρού πολφικού ιστού

β. τον καθαρισμό και την απολύμανση της πολφικής κοιλότητας και των ριζικών σωλήνων

γ. την έμφραξη των καθαρών πλέον ριζικών σωλήνων με ελαστικό υλικό, για την αποφυγή επαναμόλυνσης του πολφού.

Ενδείξεις-συμπτώματα

Ένα δόντι εμφανίζει συμπτώματα (σύμφωνα με τα οποία πιθανόν χρειάζεται να ακολουθηθεί εδονδοτική θεραπεία), που ποικίλουν κατά περίπτωση σε κάθε κλινικό περιστατικό.

Συνήθως στην αρχή υπάρχει ευαισθησία στο δόντι αφού η τερηδονική βλάβη εκτείνεται ως το νεύρο (πολφό), η οποία αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως, τα συμπτώματα γίνονται εντονότερα, με το δόντι να πονάει, ακόμα και αφού ο ασθενής έχει σταματήσει το μάσημα μιας τροφής.

Σε επόμενο στάδιο, η ένταση του πόνου αυξάνεται, ενώ κορυφώνεται συνήθως κατά τη διάρκεια της νύχτας. Μπορεί μάλιστα να εμφανίζεται και ξαφνικά, χωρίς την παρουσία κάποιου ερεθίσματος.

Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις έχει παρατηρηθεί η δημιουργία συριγγίου κοντά στο προβληματικό δόντι, ο αποχρωματισμός του δοντιού λόγω νέκρωσής του ή ακόμη και οίδημα στο πρόσωπο.

Αιτίες μόλυνσης του πολφού

Όταν διαπιστωθεί φλεγμονή ή η νέκρωση του πολφικού ιστού, τότε ο οδοντίατρος προβαίνει στην ενδοδοντική θεραπεία.

Oι κύριες αιτίες που μπορούν να προκαλέσουν τη μόλυνση του πολφού είναι οι ακόλουθες:

  • Κάταγμα του δοντιού, που κατά το σπάσιμο έχει αποκαλυφθεί ο πολφός ή εντοπίζεται πολύ κοντά του, οπότε η έκθεσή του μέσα στη στοματική κοιλότητα σημαίνει και τη μόλυνσή του.
  • Παλιό σφράγισμα το οποίο μπορεί να προκαλέσει την φλεγμονή του πολφού, διότι το δόντι δεν κλείνει πλέον ερμητικά, επομένως τα μικρόβια βρίσκουν δίοδο, εισέρχονται στο εσωτερικό του δοντιού, ακολούθως στον πολφό του και έτσι το μολύνουν.
  • Εκτεταμένη/βαθιά τερηδόνα, η οποία έχει προσβάλλει τον πολφό αφού έχει διαπεράσει την οδοντίνη. Κατά την απομάκρυνσή της γίνεται αναπόφευκτα η αποκάλυψη του πολφού, ο οποίος μολύνεται από τις τοξίνες των μικροβίων που προκαλούν την φλεγμονή.
  • Ασθενείς με περιοδοντίτιδα εμφανίζουν ακρορριζικά αποστήματα όπου τα μικρόβια που υπάρχουν στους περιοδοντικούς θυλάκους, είναι δυνατόν να περάσουν από την τρύπα που υπάρχει στο άκρο της ρίζας και να εισχωρήσουν στους ριζικούς σωλήνες, με αποτέλεσμα την μόλυνση του πολφού
  • Επαναλαμβανόμενες εργασίες που έχει υποστεί ένα δόντι
  • Βρουξισμός: όταν έχει πλέον “νεκρωθεί» ο πολφός από το συνεχές σφίξιμο των δοντιών

Διαδικασία εδοδοντικής θεραπείας

Καταρχήν, ο οδοντίατρος πρέπει να εντοπίσει το προβληματικό δόντι κάτι το οποίο μπορεί να μην είναι τόσο απλό, αφού σε ορισμένες περιπτώσεις ο πόνος είναι τόσο ισχυρός που ακτινοβολεί σε παρακείμενα δόντια.

Ακολούθως πρέπει να γίνει λήψη ακτινογραφίας προκειμένου να αποτυπωθεί ο αριθμός, το σχήμα των ριζών και των ριζικών σωλήνων, καθώς και για να εντοπιστεί πιθανό απόστημα και σημάδια μόλυνσης του περιβάλλοντος οστού.

Μπορεί να χρειαστεί ο οδοντίατρος να συνταγογραφήσει για τον ασθενή ένα αντιφλεγμονώδες ή/και αντιβιοτικό φάρμακο, για να τα λαμβάνει για μερικές ημέρες πριν από την έναρξη της θεραπείας ώστε να μειωθεί το πρήξιμο και να ελεγχθεί η λοίμωξη.

Η διαδικασία της εδοδοντικής θεραπείας, ξεκινάει με τη χορήγηση τοπικής αναισθησίας στην περιοχή γύρω από το δόντι, στο οποίο θα πραγματοποιηθεί η απονεύρωση.

Ο οδοντίατρος τοποθετεί ένα ειδικό λάστιχο, που λέγεται απομονωτήρας, ούτως ώστε να εξασφαλίσει ότι η εργασία θα πραγματοποιηθεί υπό άσηπτες συνθήκες.

Ακολουθεί η διάνοιξη του δοντιού με σκοπό την την εύρεση των ριζικών σωλήνων, δημιουργώντας ένα κενό από τη μύλη του δοντιού στο θάλαμο του πολφού.

Πραγματοποιείται μηχανική επεξεργασία δηλαδή ο καθαρισμός των ριζικών σωλήνων με τα μικροεργαλεία της ενδοδοντίας και με τα υγρά διακλυσμών. Με τον τρόπο αυτό απομακρύνονται τα όποια μικρόβια, νεκροί ιστοί και κύτταρα από το εσωτερικό των ριζών.

Γίνεται η έμφραξη των ριζικών σωλήνων με ειδικό εμφρακτικό υλικό, που λέγεται γουταπέρκα (ή με κάποιο άλλο υλικό) όπου μαζί με το φύραμα τοποθετείται στο εσωτερικό των ριζικών σωλήνων και τους εμφράσσει ερμητικά για να προληφθεί η μόλυνση της περιοχής.

Η έμφραξη εκτείνεται σε όλο το μήκος της ρίζας του δοντιού, ενώ αν έχει χαθεί μεγάλο τμήμα οδοντικής ουσίας, ενδέχεται να τοποθετηθεί ένας μεταλλικός άξονας.

Το δόντι που έχει υποβληθεί σε ενδοδοντική θεραπεία, είναι εύθραυστο και είναι πιθανό να σπάσει. Για να ενισχυθεί η δομή και να βελτιωθεί την εμφάνισή του, τοποθετείται σφράγισμα ρητίνης ή στεφάνη (θήκη δοντιού), ανάλογα πάντα με την έκταση της οδοντικής βλάβης.

Τέλος, γίνεται παρακολούθηση της επούλωσης των ιστών μέσω μίας επαναληπτικής εξέτασης.

Είναι δυνατόν, ένα απονευρωμένο δόντι να είναι ασυμπτωματικό για μήνες ή χρόνια και ξαφνικά να αρχίσει να παρουσιάζει συμπτώματα πόνου. Ο συγκεκριμένος πόνος οφείλεται σε υπολείμματα μικροβίων ή νεύρου στους ριζικούς σωλήνες, τα οποία δεν αφαιρέθηκαν πλήρως κατά την πρώτη ενδοδοντική θεραπεία με αποτέλεσμα να εμφανιστεί νέα φλεγμονή, οπότε πιθανά να χρειαστεί να πραγματοποιηθεί επανάληψη της απονεύρωσης δοντιού.

Γιατί η εδοδοντική θεραπεία υπερτερεί των άλλων λύσεων

Οι αντιβιώσεις και τα παυσίπονα, σαν πρώτη επιλογή, βοηθούν μόνο στην προσωρινή καταστολή των συμπτωμάτων χωρίς όμως να θεραπεύουν, ενώ παράλληλα η λοίμωξη συνεχίζει να εξαπλώνεται.

Επιπροσθέτως η εξαγωγή του δοντιού ως εναλλακτική επιλογή, μπορεί να προκαλέσει το στράβωμα των γύρω δοντιών και πιθανά να χρειαστεί τοποθέτηση εμφυτεύματος ή γέφυρας, ούτως ώστε να καλυφθούν τα κενά.

Όμως είναι προτιμότερο να κρατάμε τα δικά μας δόντια και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της εφαρμογής της ενδοδοντικής θεραπείας, η οποία όταν πραγματοποιείται σύμφωνα με τους απαραίτητους κανόνες, επιτυγχάνεται η αποφυγή της εξαγωγής του δοντιού και η διατήρησή του στο στόμα, με τα ποσοστά επιτυχίας της θεραπείας να φτάνουν ακόμη και στο 95%.